Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2008

Vocalίζοντας....

Αναζητώντας το χαμένο χρόνο...

“Πόσες φορές στη διάρκεια της ζωής μου δεν απογοητεύτηκα από την πραγματικότητα επειδή, τη στιγμή που την παρατηρούσα, η φαντασία μου, το μόνο όργανο με το οποίο μπορούσα να απολαύσω την ομορφιά, δεν μπορούσε να λειτουργήσει, χάρη στον απαρέγκλιτο νόμο που προστάζει πως μόνο αυτό που είναι απόν μπορεί να είναι αντικείμενο της φαντασίας.”

Τάδε έφη Marcel Proust. Και για μένα ήρθε η ώρα του απόντος. Ήρθε η ώρα να ξεσκονίσω όσο καλύτερα μπορώ τις τελευταίες μέρες του καλοκαιριού στο γνωστό χωριό, να απολαύσω τελικά την όμορφιά όπως της αρμόζει, μέσω της φαντασίας μου... Και ήδη βλέπω τον Άλλο, να έχει στηθεί με περιέργεια απέναντί μου....

Κάθε αρχή και δύσκολη, από που να αρχίσω, τι να φέρω στο ξενυχτισμένο μου μυαλό; Τη φύση, τα πρόσωπα, τον εαυτό μου; Κλείνω τα μάτια. Δύσκολα τα πράγματα. Περνάνε όλα τόσο γρήγορα, συνωστίζονται. Μα πάνω απ' όλα τα πρόσωπα. Ο melodious, η μικρή γκρινιάρα, οι αναχωρητές, ο δίγλωσσος γίγαντας, ο αμφιδέξιος. Και πάλι εγώ, ο Εαυτός, ο παντοτινά αδέξιος, να προσπαθώ μάταια να συγκεντρωθώ... Κι ας είμαι κι εγώ στο τραπέζι...

"Μμμμ, ωραία", κάγχασε ο Αλλος. "Και κάποιος που να μην παλεύει με τον εαυτό του;" Καιρός ήταν. Έμελλε πάλι να με βοηθήσει χωρίς να το θέλει...

Πράγματι αρχίζω να απολαμβάνω αλλά δεν είμαι έτοιμος ακόμη... Τα λόγια με εμποδίζουν. Χρειάζομαι τη δική μου φανταστική vocalise...

Απέναντί μου ο Άλλος ήδη έχει ξεκινήσει να σφυρίζει την πανέμορφη μελωδία στρογγυλοκαθισμένος στα πλήκτρα του πιάνου. Μερικές φορές τον ζηλεύω κιόλας. Να είχα έστω το μισό ταλέντο του...

Μπροστά μου γίνεται ολόκληρη παρέλαση... Για λίγη ώρα νιώθω ανείπωτη χαρά. Είναι όλοι εκεί. Στο τραπέζι, χαμογελαστοί όπως πάντα. Κι ο Εαυτός εκεί, μιλώντας ακατάπαυστα με όλους...

Μα ξαφνικά το σκηνικό αλλάζει. Ο Άλλος πια σφυρίζει σε ξέφρενο ρυθμό. Λίγο πιο κάτω, στον άδειο χώρο μακριά από το τραπέζι, εμφανίζονται άδεια πανοφώρια που περικλείουν φανταστικά μελαγχολικά σώματα, παραγεμισμένα από ιδέες και σκέψεις. Δεν περπατούν, μοιάζουν να αιωρούνται κρεμασμένα από πολύχρωμα μπαλόνια... Και η παρέλαση μετατρέπεται σε μάχη. Χτυπιούνται, αγωνίζονται ενάντια σε αόρατους εχθρούς. Για λίγα δευτερόλεπτα τα πανωφόρια αποκτούν πρόσωπο, του melodious, της μικρής γκρινιάρας, των αναχωρητών, του δίγλωσσου γίγαντα, του αμφιδέξιου. Η μικρή γκρινιάρα στροβιλίζεται σαν δερβίσης, ζαλίζεται, πέφτει κι ανασηκώνεται συνεχώς, για να ξαναπέσει, πάντα στο ίδιο μέρος. Οι αναχωρητές είναι όρθιοι, καρφωμένοι στη γη με πελώρια καρφιά να διατρέχουν τα πόδια τους, κοιτώντας ο ένας τον ουρανό κι ο άλλος τη γη, προσπαθώντας να πιάσουν χέρια που ξεπροβάλλουν και δεν τα προφταίνουν ποτέ. Ο melodious φιμωμένος και ο αμφιδέξιος καθιστός με δεμένα τα χέρια κοιτάζουν ο ένας τον άλλο κλαίγοντας τρομαγμένοι. Ο δίγλωσσος γίγαντας γονατιστός, με το πρόσωπο στη γη, έχει καταλάβει ότι δεν μπορεί να βοηθήσει κανένα, έχει μείνει εκεί παράλυτος από την οδύνη.... Και ξαφνικά τα πρόσωπα εξαφανίζονται και τα πανωφόρια πέφτουν στη γη...

"Και βέβαια, ως συνήθως βγάζουμε την ουρά μας απ' έξω" περνά ξαφνικά ένας υπότιτλος από μπροστά μου. Τον είχε στείλει σίγουρα ο Άλλος για να μη διακόψει το τραγούδι χωρίς λόγια....

Αλήθεια που να είναι ο Εαυτός; Άφαντος... Πουθενά... Μόνο στο μακρινό τραπέζι διακρίνεται, να μιλά ακατάπαυστα με όλους. Και όταν όλοι σηκώνονται από το τραπέζι, πάντα χαμογελαστοί, μένει μόνος παρατηρώντας με απορία τον καθένα της συντροφιάς να αδράχτει το δικό του πεσμένο πανωφόρι και να απομακρύνεται λυγίζοντας από το βάρος του. Κι αυτός, ο Εαυτός, γυμνός στο κρύο που ζυγώνει διακρίνει τον Άλλο να έχει φορέσει ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥ πανωφόρι και να απομακρύνεται σφυρίζοντας αδιάφορα τη μελωδία. Και από κάτω, ξανά και ξανά, πάντα σε υπότιτλους:

"Αυτό που μ' αρέσει στην τρέλα μου, είναι που με προστάτεψε, απ' την πρώτη μέρα, από τους πειρασμούς της "Ελίτ": δεν πιστεψα ποτέ τον εαυτό μου κάτοχο ενός "ταλέντου": μόνη μου έγνοια ήταν να σωθώ -μ' άδεια τα χέρια και άδειες τις τσέπες- χάρη στη δουλειά και την πίστη. Μεμιάς, η καθαρή μου αυτή εκλογή δεν μ' ύψωνε πάνω από κανένα: δίχως εξοπλισμό, δίχως σύνεργα, ρίχτηκα ολόκληρος στη δουλειά για να σωθώ ολόκληρος. Αν βάλω την αδύνατη Σωτηρία στην αποθήκη των αχρήστων τί απομένει; Ένας ακέραιος άνθρωπος, καμωμένος απ' όλους τους ανθρώπους, που αξίζει όσο όλοι και που είναι ίσος με τον οποιονδήποτε..."

Και τί απομένει; Μα αυτό που έγραφε η ράχη του πανωφοριού που είχε λεηλατήσει ο Άλλος:
"Πες τάχα πως ήταν όνειρο, παπαγάλε. Ξανά και ξανά..."

Και ξύπνησα λουσμένος στον ιδρώτα...

Σάββατο 17 Μαΐου 2008

Adios νονίνα

Η νονά πέθανε. Όχι πως αυτό έχει σημασία. Ούτε καν για κείνη. Δε λέω, όλοι μια μέρα θα πεθάνουμε, κι όταν έχεις πεθάνει σίγουρα είσαι ο τελευταίος που σε νοιάζει...
Δεν την πολυήξερα, ή για την ακρίβεια, δεν την ήξερα καθόλου. Η στενοχώρια για τους πεθαμένους δεν αρμόζει στους ζωντανούς. Για το νονό στενοχωρέθηκα. Πάνω από 70 χρόνια μαζί... Τίποτε δεν ενοχλεί περισσότερο από την εξαφάνιση μιας συνήθειας...

Ο θάνατος των άλλων γίνεται συνήθως μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να φανερωθεί από εκείνους που δεν ήρθε η ώρα τους κάθε ενδόμυχη σκέψη, να εξωτερικευθεί κάθε ενοχή. Μα πάντα ο λόγος απευθύνεται σε εκείνον που δεν μπορεί να ακούσει πια μήπως και ακούσει αυτός που τον ξεστόμισε...
Κι έτσι, έμαθα, μίλαγε ο νονός στη νονά προχθές συνομιλώντας με τον εαυτό του.

"Τίποτε δεν σε ταράζει περισσότερο από ένα αβέβαιο θάνατο", είχε πει ειρωνικά ο ΑΛΛΟΣ όταν έμαθα το συμβάν. "Δέκα χρόνια!!!", πρόσθεσε κι έσπευσε να κρυφτεί κάτω από το τραπέζι γνωρίζοντας τι θα μπορούσε να ακολουθήσει.

Είχε δίκιο ο κερατάς! Και τη θυμήθηκα καθώς φαινόταν χαρακτηριστικά ασήμαντη για να την ξεχάσω. Λυγισμένη κάτω από το βάρος της γενετικής απιθανότητας, συμφιλιωμένη όμως με την εικόνα της, πάντα αξιοπρεπής κι ευγενική, αθόρυβη, αδέξια, καταγινόμενη με εκνευριστική επιμονή με πράγματα που μου φάνταζαν τότε ανάξια λόγου. Δεν γινόταν να διακρίνω την πίεση: απλώς την ένιωθα. Και δεν την πλησίασα. Ισχυρό σφυρί η ματαιότητα. Ήμουν βέβαια πάντα ευγενικός μαζί της αλλά στην πραγματικότητα την αγνόησα. Μα εκείνη το θεώρησε φυσιολογικό. Το ήξερε εκ των προτέρων ότι έτσι ΕΠΡΕΠΕ να γίνει. Και περιορίστηκε να χαμογελά και να με καλημερίζει κάθε φορά που συναντιόμασταν στη σκάλα.

Λιγα χρόνια μετά και αφού χαθήκαμε μου είπαν ότι μάλλον πέθανε. Χρόνια κρεμασμένη στο κατιόν άκρο της καμπύλης βιωσιμότητας κάποια στιγμή γλίστρησε. Ή μάλλον θα αφέθηκε..... Θά' ναι τώρα ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ που το έμαθα. Και μάλλον ταράχτηκα, ή τουλάχιστον έτσι νόμισα. Ναι, τελικά ίσως να ήταν αυτός ο ΑΒΕΒΑΙΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ. Μα τότε δεν θυμάμαι να μίλησα σαν τον νονό.

Τη θυμάμαι όμως κι ας μην την ήξερα. Σαν τη νονά. Κι ας είχε λιγότερο από το τέταρτο των χρόνων της. Κι ας το γνώριζε το τέλος της. Το τέλος αυτό ήταν που με καλημέριζε και μου χαμογέλαγε σχεδόν κάθε πρωί...

Κι ακόμη κι αν όλα αυτά βρίσκονται στο δικό Μου κεφΑλι, ακόμη κι αν η πληΡοφορία ήταν κάλπΙκη, τελικΑ ΠΡΕΠΕΙ να έχει πεθάνει. Κι εγώ, που γράφω μόνο για να ακούω κάτι εκτός από μουσική, σχεδιάζω να τις κρατήσω και τις δύο κλειδωμένες σε διπλανά συρταράκια της μνήμης πετώντας το κλειδί για να τις αναγκάσω να μείνουν για πάντα εκεί, άγνωστες κι ίσως αγνώριστες μεταξύ αγνώστων.

..."Σιγά να μην τα άφηνες ξεκλείδωτα παλιοχέστη!" ειρωνεύτηκε ο ΑΛΛΟΣ προβάλλοντας δειλά τη μουσούδα του κάτω από το τραπεζι.... Τρεις μέρες είχε παραμείνει εκεί... Καιρός ήταν, είχα αρχίσει να ανησυχώ...

Νέα ιστολόγια

Δύο νέα ιστολόγια, διαφορετικά από το παρόν... Δείτε όσοι ενδιαφέρεστε στη δεξιά στήλη: "Τα άλλα ιστολόγιά μου"

Πέμπτη 8 Μαΐου 2008

Πινέζα μνήμης....

Το άκουσα και αυτό...
Το σκέφτηκα κι αυτό...
Μάλλον το ήξερα....
Και γιαυτό φυσικά συμφώνησα...

Η αναζήτηση της έγκρισης των άλλων φυσικά και είναι ολέθρια για τον εαυτό σου...
Προβάλλει τις επιθυμίες τους επάνω σου καταπνίγοντας τις δικές σου...
Και η ανοησία συχνά ονομάζεται επιθυμία...
Σταματά την πρωτότυπη σκέψη, την αιρετική...
Κατευθύνει το μέλλον σου...
Υποβαθμίζει το παρόν σου...

Και στην κοινωνία ολάκερη αρέσει αυτό...
Να αυτοοργανώνεται....
Οργανώνοντάς σε...
Να σου επιβάλλεται...
Να είσαι καθωσπρέπει, με νόμους, θρησκείες, έθιμα, συνήθειες, με τα όλα τους...
Η κάθε απόκλιση δεν ανήκει στη σφαίρα του αποδεκτού...

Μα εσύ μπορείς...
Να τους αποφύγεις...
Κερί στ' αυτιά...
Κοροϊδία στη γλώσσα...
Πλήκτρο στο δάκτυλο...
Πένα στο χέρι...
Και δυο μεγάλα ιδεοπαπάρια...
Να τους χωρέσουν όλους...
Με πρώτους τους εις όλα ευτυχείς μέτριους...
Γιατί αυτοί είναι οι χειρότεροι...
Τα ζώα...

Και το άλλο το πράγμα...Οι τύψεις και οι ενοχές...
Που φυσικά ποτέ μου δεν είχα...
Των άλλων το λοιπόν...
Καθηλώνουν το παρόν στο παρελθόν...
Και δημιουργούν φόβο...
Για το μέλλον...
Των άλλων διευκρινίζω...
Κι έτσι ο φόβος καθηλώνει...
Το μέλλον στο παρόν...

Μα εσύ μπορείς...
Να τις αποφύγεις...
Εκεί ξανά, στα ιδεοπαπάρια σου...
Με τα ίδια σύνεργα...
Χώρος υπάρχει...
Γιαυτό, θ' αρχίσεις να γράφεις...
Όπως κι εγώ τώρα...

"Δεν έχω τύψεις κι ενοχές εκτός από μια: το ότι φοβάμαι που δεν τις έχω..."

Κι έτσι το παρόν που θα καθήλωνες και θα υποβάθμιζες...
Αλλά και το μέλλον που θα κατεύθυνες και θα καθήλωνες...
Θα πετούν ελεύθερα κοιτώντας το ένα το άλλο...
Τη μια με τύψεις...
Την άλλη με ενοχές...
Κι αν τύχουνε κατάματα...
Ίσως με φόβο...

Κι ο ΑΛΛΟΣ, που από καιρό τώρα καταγίνεται...
Να σκαλίσει την πλάκα του...
Τη ΔΙΚΗ ΤΟΥ πλάκα...
Νομίζω πως σήμερα σταματά να μου στρέφει τη ράχη του...
Ναι, νομίζω πως σήμερα με αφήνει δήθεν αδιάφορα να τη διαβάσω...
Και 'γω το λοιπόν δήθεν αδιάφορα...
Στο τέλος της ημέρας φυσικά...
Κι αν βλέπω καλά από δω, πρέπει να λέει:

"Φοβάμαι μόνο εμένα, φοβάσαι μόνο εμένα!
ΕΙΜΑΙ ΛΕΥΤΕΡΟΣ!!!"

Και τώρα πια στ' αλήθεια αδιάφορα...
Ξέροντας πως με παρατηρεί...
Να δει τι θα γράψω...
Με χέρι σταθερό και πρόσωπο ανέκφραστο...
Πιάνω την πένα μου...
Και σημειώνω στο περιθώριο...
Χωρίς καμία τύψη...
Χωρίς ενοχή...
Στη ΔΙΚΗ ΜΟΥ πλάκα...
Τα λόγια του ποιητή που μάλλον Ο ΑΛΛΟΣ δεν κατέχει...
Ωσάν ΔΙΚΟ ΜΟΥ σκάλισμα...

"Η μάσκα η πραγματική, δεν νιώθει τίποτε κάτω απ' τη μάσκα
Αλλά κοιτάζει μές απ' αυτή με μάτια κρυμμένα..."

Αλλά...Ωχ!
Τώρα που το φαντάζομαι...
...Ακριβώς σαν τα ΔΙΚΑ ΤΟΥ μάτια μου φαίνονται....

Τρίτη 1 Απριλίου 2008

Jules Dassin: Ποτέ την Κυριακή

Δεν ήταν Κυριακή, αλλά παραλίγο. Δευτέρα έτυχε, 31 Μαρτίου. Θανάτου άγγελμα. Την ίδια μέρα νομίζω ότι ήρθε και για άλλους παλαιότερα. Isaac Newton, John Constable, Johann Christoph Bach, Henryk Wieniawski, Emil Adolf von Behring, Hans Fischer, Paul Strand, να μερικοί αγαπημένοι. Δικοί μου αλλά κι άλλων. Σε αντίθεση από τη μέρα γέννησης, 18 Δεκέμβρη. Για κείνη δεν μπορώ να διακρίνω κανένα της ίδιας κατηγορίας... Από μόνη της καμιά φορά η τύχη υποκλίνεται στην πορεία κάποιων...
Παράσημο ζωής η περίληψη του ονόματός του στη Hollywood blacklist. Καλύτερα για μας, τον έκανε Ευρωπαίο και ύστερα Έλληνα, εραστή ανθρώπων και μαρμάρων.
Έλληνα εκ δικαιώματος και φύσεως. Θυμηθείτε τον Ισοκράτη: Έλληνας όποιος της ελληνικής παιδείας μετέχει.

-"Κι όποιος αυτή διδάσκει, θα έλεγα...", πετάγεται αναιδώς ο Άλλος σουλατσάροντας λίγο πιο κει αμέριμνα...

Άφαντος από τα εγκόσμια, εκεί που πρέπει να βρίσκεται όποιος στ'αλήθεια σκέπτεται. Και τότε είναι που γεμίζει τα γύρω του. Και σαν φύγει,

-"Μα μη νομίζετε πως υπάρχει και κάπου για να πάει", μουρμουρίζει ο Άλλος,

τότε είναι που ο κόσμος φαίνεται πιο άδειος, πιο φτωχός. Σα σπίτι χωρίς έπιπλα.

"Στρωματσάδα το λοιπόν, τσιρίξτε κι αφουγκραστείτε τον αντίλαλοοοο..." ακούω τον αντιπαθή προσπαθώντας να μετρήσει το άδειο σπίτι με τα βήματά του.

Και τότε, στη νέα έλλειψη, στη μοναξιά νιώθεις ξαφνικά πως ακούς τη φωνή σου.

-"Για λίγο πάλι φαντάζομαι παλιοτεμπελαρά!" κάγχασε το ζούδι..

Και την ακούς πιο προσεκτικά, χωρίς δικαιολογίες πια.
Όλο και πιο προσεκτικά....

-"Και τότε στ' αλήθεια ντρέπεσαι...!!!"

Ωχ! Αυτό το είπα εγώωωωωωωωω....

Σάββατο 22 Μαρτίου 2008

Συλλέκτης ιστοριών....

Εξαφάνιση! Και όχι μόνο λόγω έλλειψης χρόνου. Αυτή πάντα υπήρχε. Απλώς να, πως να το πω, απόκτησα νέο χόμπυ... Συλλέκτης ιστοριών. Μάλιστα. Παρατήρηση, καταγραφή οργάνωση μικρών και φαινομενικά ασήμαντων ιστοριών. Ιστοριών που διαδραματίζονται (ή τουλάχιστον έτσι νομίζω, αλλά αφού το νομίζω αυτοδικαίως θα ισχύει) δίπλα μας. Και φυσικά το καλύτερο, η αποτύπωσή τους και η εξέλιξή τους σε μύθο, η σταδιακή τους μετάλλαξη σε κάτι το οποίο εξαρχής είναι απρόβλεπτο. (ο Άλλος τι θα λέει άραγε γι' αυτό;)
Γράφω που και που το λοιπόν. Δύο κατηγορίες ιστοριών, δύο διαφορετικά αρχεία στον υπολογιστή. Η πρώτη, μικρές ιστορίες άσημων και καταφρονεμένων που μας περιτριγυρίζουν, ατόμων που τα αγνοούμε όπως θέλουμε και να αγνοούμε τις αιτίες που τα οδήγησαν εκεί όπου μας φαίνεται πως βρίσκονται. Και η τρομακτική διαπίστωση, του πόσο έντονα τελικά η ύπαρξή τους καταγράφεται στο υποσυνείδητό μας (μαλακίες λέω, το δικό μου υποσυνείδητο φυσικά εννοώ) είναι που τις κάνει τελικά ιστορίες διασήμων, δικές μας ιστορίες, γιατί ο εαυτός μας είναι η μεγαλύτερη διασημότητα για τον καθένα. Ιστορίες όπως η ιστορία του τυπάκου με τα αυτόγραφα, του Κουασιμόδου-διανομέα, του δικομανή ψυχάκια με το κράνος και της μεταλλαγμένης ψιλικατζούς που τακτοποιεί τα πάντα, ξεκίνησαν από απλές παρατηρήσεις ατόμων της καθημερινότητάς μου (πιστέψτε με, στη βάση της ιστορίας τα πρόσωπα είναι υπαρκτά, ίσως μάλιστα κάποιοι να τα αναγνωρίσουν- κι ο κατάλογος συνεχώς διευρύνεται). Και όλα τελικά καταλήγουν στην ίδια παρατήρηση: οι φαινομενικά ασυνήθιστοι αυτοί άνθρωποι αποτελούν πρόκληση και αντίβαρο για τη δική μας (πάλι μαλακίες λέω, ίσως εννοώ αποκλειστικά τη δική μου) ισορροπία. Μήπως όμως και αυτοί χρειάζονται (και ίσως χειρίζονται) εμάς με τον ίδιο τρόπο; Μήπως θα τρομάζατε για τα καλά σε μια τέτοια διαπίστωση; Δεν θα σας πω όμως αν εγώ τρόμαξα.....

Η δεύτερη κατηγορία ιστοριών είναι πραγματικό βάρος. Μια σειρά μύθων με πρωταγωνιστή τον κύριο Ντ., με σαφή και ταυτόχρονα διάτρητη κεντρική ιδέα. Ο τίτλος θα μπορούσε να είναι:

" Οι περιπέτειες του κυρίου Ντ.: μύθοι απλοί και σύνθετοι, μα πάντα κάποιου είδους αυτοκτονικού περιεχομένου"

"Περί της αξίας των εικονικών κόσμων" κατά μια άλλη εκδοχή. Μα σε κάθε περίπτωση θα ταίριαζε και το "Μύθοι υποκειμενικά ερμηνευόμενοι". Δεν ξέρω, πολύ βάρος όμως....

Δεν είμαι σίγουρος αν κάτι από αυτά θα το δημοσιεύσω. Για μερικά είμαι πεπεισμένος ότι δεν πρέπει να το πράξω... Ήδη το γνωστό αόρατο χέρι έχει επιχειρήσει την πρώτη καρπαζιά. Το τσούξιμο το αποδεικνύει...
Είναι και το άλλο: καθώς οι ιστορίες μου ξεμακραίνουν, γίνονται και πιο θολές ως προς την πηγή τους. Κι όπως έχει γράψει ο εξαιρετικός Jostein Gaarder: "Δε μου ήταν ποτέ δύσκολο να ξεχωρίζω τη φαντασία από την πραγματικότητα. Το πρόβλημα ήταν μεταξύ φανταστικής και πραγματικής ανάμνησης. Είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα." Μμμμ, Φανταστικής και πραγματικής, συμφωνώ, αλλά για ποιον;

Αυτά. Πάω για φαγητό μια που ξαλάφρωσα. Τώρα ξέρουν και άλλοι ότι οι "Μύθοι" υπάρχουν... Θα ανοίξω και μια "Μύθος" από το ψυγείο. Να το γιορτάσω... Τρομάρα μου...

Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2008

Επιτέλους....

Επιτέλους, ξανά online... Δεν τρώγονταν με τίποτε. Δύο μήνες πήρε στους ανεπρόκοπους του πΟΤΕ να με αποσυνδέσουν από το βρόγχο τους! Και θέλουν και πάγιο ανάθεμά τους. Ποτέ ξανά....
Και τί να πρωτογράψω τώρα; Δηλαδή, τί να πρωτοανεβάσω από όλα αυτά τα οποία καταχωρούσα στις σημειώσεις μου; Θέλω λίγο χρόνο να αποφασίσω....
Σχωρνάτε με...