Σάββατο 17 Μαΐου 2008

Adios νονίνα

Η νονά πέθανε. Όχι πως αυτό έχει σημασία. Ούτε καν για κείνη. Δε λέω, όλοι μια μέρα θα πεθάνουμε, κι όταν έχεις πεθάνει σίγουρα είσαι ο τελευταίος που σε νοιάζει...
Δεν την πολυήξερα, ή για την ακρίβεια, δεν την ήξερα καθόλου. Η στενοχώρια για τους πεθαμένους δεν αρμόζει στους ζωντανούς. Για το νονό στενοχωρέθηκα. Πάνω από 70 χρόνια μαζί... Τίποτε δεν ενοχλεί περισσότερο από την εξαφάνιση μιας συνήθειας...

Ο θάνατος των άλλων γίνεται συνήθως μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να φανερωθεί από εκείνους που δεν ήρθε η ώρα τους κάθε ενδόμυχη σκέψη, να εξωτερικευθεί κάθε ενοχή. Μα πάντα ο λόγος απευθύνεται σε εκείνον που δεν μπορεί να ακούσει πια μήπως και ακούσει αυτός που τον ξεστόμισε...
Κι έτσι, έμαθα, μίλαγε ο νονός στη νονά προχθές συνομιλώντας με τον εαυτό του.

"Τίποτε δεν σε ταράζει περισσότερο από ένα αβέβαιο θάνατο", είχε πει ειρωνικά ο ΑΛΛΟΣ όταν έμαθα το συμβάν. "Δέκα χρόνια!!!", πρόσθεσε κι έσπευσε να κρυφτεί κάτω από το τραπέζι γνωρίζοντας τι θα μπορούσε να ακολουθήσει.

Είχε δίκιο ο κερατάς! Και τη θυμήθηκα καθώς φαινόταν χαρακτηριστικά ασήμαντη για να την ξεχάσω. Λυγισμένη κάτω από το βάρος της γενετικής απιθανότητας, συμφιλιωμένη όμως με την εικόνα της, πάντα αξιοπρεπής κι ευγενική, αθόρυβη, αδέξια, καταγινόμενη με εκνευριστική επιμονή με πράγματα που μου φάνταζαν τότε ανάξια λόγου. Δεν γινόταν να διακρίνω την πίεση: απλώς την ένιωθα. Και δεν την πλησίασα. Ισχυρό σφυρί η ματαιότητα. Ήμουν βέβαια πάντα ευγενικός μαζί της αλλά στην πραγματικότητα την αγνόησα. Μα εκείνη το θεώρησε φυσιολογικό. Το ήξερε εκ των προτέρων ότι έτσι ΕΠΡΕΠΕ να γίνει. Και περιορίστηκε να χαμογελά και να με καλημερίζει κάθε φορά που συναντιόμασταν στη σκάλα.

Λιγα χρόνια μετά και αφού χαθήκαμε μου είπαν ότι μάλλον πέθανε. Χρόνια κρεμασμένη στο κατιόν άκρο της καμπύλης βιωσιμότητας κάποια στιγμή γλίστρησε. Ή μάλλον θα αφέθηκε..... Θά' ναι τώρα ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ που το έμαθα. Και μάλλον ταράχτηκα, ή τουλάχιστον έτσι νόμισα. Ναι, τελικά ίσως να ήταν αυτός ο ΑΒΕΒΑΙΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ. Μα τότε δεν θυμάμαι να μίλησα σαν τον νονό.

Τη θυμάμαι όμως κι ας μην την ήξερα. Σαν τη νονά. Κι ας είχε λιγότερο από το τέταρτο των χρόνων της. Κι ας το γνώριζε το τέλος της. Το τέλος αυτό ήταν που με καλημέριζε και μου χαμογέλαγε σχεδόν κάθε πρωί...

Κι ακόμη κι αν όλα αυτά βρίσκονται στο δικό Μου κεφΑλι, ακόμη κι αν η πληΡοφορία ήταν κάλπΙκη, τελικΑ ΠΡΕΠΕΙ να έχει πεθάνει. Κι εγώ, που γράφω μόνο για να ακούω κάτι εκτός από μουσική, σχεδιάζω να τις κρατήσω και τις δύο κλειδωμένες σε διπλανά συρταράκια της μνήμης πετώντας το κλειδί για να τις αναγκάσω να μείνουν για πάντα εκεί, άγνωστες κι ίσως αγνώριστες μεταξύ αγνώστων.

..."Σιγά να μην τα άφηνες ξεκλείδωτα παλιοχέστη!" ειρωνεύτηκε ο ΑΛΛΟΣ προβάλλοντας δειλά τη μουσούδα του κάτω από το τραπεζι.... Τρεις μέρες είχε παραμείνει εκεί... Καιρός ήταν, είχα αρχίσει να ανησυχώ...

Δεν υπάρχουν σχόλια: