Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2008

Vocalίζοντας....

Αναζητώντας το χαμένο χρόνο...

“Πόσες φορές στη διάρκεια της ζωής μου δεν απογοητεύτηκα από την πραγματικότητα επειδή, τη στιγμή που την παρατηρούσα, η φαντασία μου, το μόνο όργανο με το οποίο μπορούσα να απολαύσω την ομορφιά, δεν μπορούσε να λειτουργήσει, χάρη στον απαρέγκλιτο νόμο που προστάζει πως μόνο αυτό που είναι απόν μπορεί να είναι αντικείμενο της φαντασίας.”

Τάδε έφη Marcel Proust. Και για μένα ήρθε η ώρα του απόντος. Ήρθε η ώρα να ξεσκονίσω όσο καλύτερα μπορώ τις τελευταίες μέρες του καλοκαιριού στο γνωστό χωριό, να απολαύσω τελικά την όμορφιά όπως της αρμόζει, μέσω της φαντασίας μου... Και ήδη βλέπω τον Άλλο, να έχει στηθεί με περιέργεια απέναντί μου....

Κάθε αρχή και δύσκολη, από που να αρχίσω, τι να φέρω στο ξενυχτισμένο μου μυαλό; Τη φύση, τα πρόσωπα, τον εαυτό μου; Κλείνω τα μάτια. Δύσκολα τα πράγματα. Περνάνε όλα τόσο γρήγορα, συνωστίζονται. Μα πάνω απ' όλα τα πρόσωπα. Ο melodious, η μικρή γκρινιάρα, οι αναχωρητές, ο δίγλωσσος γίγαντας, ο αμφιδέξιος. Και πάλι εγώ, ο Εαυτός, ο παντοτινά αδέξιος, να προσπαθώ μάταια να συγκεντρωθώ... Κι ας είμαι κι εγώ στο τραπέζι...

"Μμμμ, ωραία", κάγχασε ο Αλλος. "Και κάποιος που να μην παλεύει με τον εαυτό του;" Καιρός ήταν. Έμελλε πάλι να με βοηθήσει χωρίς να το θέλει...

Πράγματι αρχίζω να απολαμβάνω αλλά δεν είμαι έτοιμος ακόμη... Τα λόγια με εμποδίζουν. Χρειάζομαι τη δική μου φανταστική vocalise...

Απέναντί μου ο Άλλος ήδη έχει ξεκινήσει να σφυρίζει την πανέμορφη μελωδία στρογγυλοκαθισμένος στα πλήκτρα του πιάνου. Μερικές φορές τον ζηλεύω κιόλας. Να είχα έστω το μισό ταλέντο του...

Μπροστά μου γίνεται ολόκληρη παρέλαση... Για λίγη ώρα νιώθω ανείπωτη χαρά. Είναι όλοι εκεί. Στο τραπέζι, χαμογελαστοί όπως πάντα. Κι ο Εαυτός εκεί, μιλώντας ακατάπαυστα με όλους...

Μα ξαφνικά το σκηνικό αλλάζει. Ο Άλλος πια σφυρίζει σε ξέφρενο ρυθμό. Λίγο πιο κάτω, στον άδειο χώρο μακριά από το τραπέζι, εμφανίζονται άδεια πανοφώρια που περικλείουν φανταστικά μελαγχολικά σώματα, παραγεμισμένα από ιδέες και σκέψεις. Δεν περπατούν, μοιάζουν να αιωρούνται κρεμασμένα από πολύχρωμα μπαλόνια... Και η παρέλαση μετατρέπεται σε μάχη. Χτυπιούνται, αγωνίζονται ενάντια σε αόρατους εχθρούς. Για λίγα δευτερόλεπτα τα πανωφόρια αποκτούν πρόσωπο, του melodious, της μικρής γκρινιάρας, των αναχωρητών, του δίγλωσσου γίγαντα, του αμφιδέξιου. Η μικρή γκρινιάρα στροβιλίζεται σαν δερβίσης, ζαλίζεται, πέφτει κι ανασηκώνεται συνεχώς, για να ξαναπέσει, πάντα στο ίδιο μέρος. Οι αναχωρητές είναι όρθιοι, καρφωμένοι στη γη με πελώρια καρφιά να διατρέχουν τα πόδια τους, κοιτώντας ο ένας τον ουρανό κι ο άλλος τη γη, προσπαθώντας να πιάσουν χέρια που ξεπροβάλλουν και δεν τα προφταίνουν ποτέ. Ο melodious φιμωμένος και ο αμφιδέξιος καθιστός με δεμένα τα χέρια κοιτάζουν ο ένας τον άλλο κλαίγοντας τρομαγμένοι. Ο δίγλωσσος γίγαντας γονατιστός, με το πρόσωπο στη γη, έχει καταλάβει ότι δεν μπορεί να βοηθήσει κανένα, έχει μείνει εκεί παράλυτος από την οδύνη.... Και ξαφνικά τα πρόσωπα εξαφανίζονται και τα πανωφόρια πέφτουν στη γη...

"Και βέβαια, ως συνήθως βγάζουμε την ουρά μας απ' έξω" περνά ξαφνικά ένας υπότιτλος από μπροστά μου. Τον είχε στείλει σίγουρα ο Άλλος για να μη διακόψει το τραγούδι χωρίς λόγια....

Αλήθεια που να είναι ο Εαυτός; Άφαντος... Πουθενά... Μόνο στο μακρινό τραπέζι διακρίνεται, να μιλά ακατάπαυστα με όλους. Και όταν όλοι σηκώνονται από το τραπέζι, πάντα χαμογελαστοί, μένει μόνος παρατηρώντας με απορία τον καθένα της συντροφιάς να αδράχτει το δικό του πεσμένο πανωφόρι και να απομακρύνεται λυγίζοντας από το βάρος του. Κι αυτός, ο Εαυτός, γυμνός στο κρύο που ζυγώνει διακρίνει τον Άλλο να έχει φορέσει ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥ πανωφόρι και να απομακρύνεται σφυρίζοντας αδιάφορα τη μελωδία. Και από κάτω, ξανά και ξανά, πάντα σε υπότιτλους:

"Αυτό που μ' αρέσει στην τρέλα μου, είναι που με προστάτεψε, απ' την πρώτη μέρα, από τους πειρασμούς της "Ελίτ": δεν πιστεψα ποτέ τον εαυτό μου κάτοχο ενός "ταλέντου": μόνη μου έγνοια ήταν να σωθώ -μ' άδεια τα χέρια και άδειες τις τσέπες- χάρη στη δουλειά και την πίστη. Μεμιάς, η καθαρή μου αυτή εκλογή δεν μ' ύψωνε πάνω από κανένα: δίχως εξοπλισμό, δίχως σύνεργα, ρίχτηκα ολόκληρος στη δουλειά για να σωθώ ολόκληρος. Αν βάλω την αδύνατη Σωτηρία στην αποθήκη των αχρήστων τί απομένει; Ένας ακέραιος άνθρωπος, καμωμένος απ' όλους τους ανθρώπους, που αξίζει όσο όλοι και που είναι ίσος με τον οποιονδήποτε..."

Και τί απομένει; Μα αυτό που έγραφε η ράχη του πανωφοριού που είχε λεηλατήσει ο Άλλος:
"Πες τάχα πως ήταν όνειρο, παπαγάλε. Ξανά και ξανά..."

Και ξύπνησα λουσμένος στον ιδρώτα...

1 σχόλιο:

Unknown είπε...

ε, ναι, γυρίσαμε στις πολιτείες μας, και με επιστολές να μας περιμένουν στον υπολογιστή. στους μυστικούς χώρους των βλογκ, (διπλή?) ζωή των επιστολών, χωρίς να νιώθεις τη χαρά της πένας στο χαρτί. κάποτε τα κάναμε αυτά...
να στέλνεις τον χαρακτήρα σου στο χαρτί, να τα δέχεται ο άλλος, και να να έχει αφή, σχεδόν ζωντανό να μοιάζει το γράμμα. και με τα χρόνια το χαρτί να κιτρινίζει, ανελέητα...

δεν ξέρω, πάλι γκρινιάζω θα πουν μερικοί, αλλά μου λείπει η ανεμελιά της εβδομάδας τούτης, στο γνωστό χωριό...κι η ζωή στην Αθήνα, δίχως πλάνα, ακόμα μια φορά.

τρία χρόνια σε αυτήν την χώρα, και ενώ ευφραίνεται η καρδιά από την καλοκαιρινή φύση, κουβέντες κι αγκαλιές...έρχεται ο φθηνόπορος...

σου λείπει πια ο χώρος να ανοίξεις τα φτερά σου, να μην μοιάζεις σαν αρνί στην αγέλη.

μα σαν άνθρωπος που χτίζει το έργο του, ελεύθερα δοσμένος σε αυτό που τον υψώνει βρίσκεται πιο κοντά στον Ερωτα, άρα πιο κοντά στο θεό, ξεπερνώντας τα όρια της καθημερινής ζωής του. Σκέφτομαι τον Νίκο που φεύγει για το Παρίσι, γιατί όντως δεν τον χωράει ο τόπος τούτος. Το χρωστάει κανείς στον εαυτό του, να μου λέει τις προάλλες. Δίκιο έχει, αλλά και θέλει κότσια να ξηλώνεις ότι χτίζεις, χωρίς να ξέρεις. Με το ανθισμένο από την πίστη ταλέντο σου όμως, όλα είναι δυνατά.

ίσως ελευθερία να υπάρχει μονάχα στο όνειρο που διαβάζεται, που τραγουδιέται ή που παίζεται...
τα άλλα αντικαθίστανται, κι οι αγκαλιές αλλάζουν, κι οι τόποι επίσης. Ανάλλαγα με τον όγκο στα φτερά μας, πετάμε μακριά_ ελπίζω_ για λίγη τροφή...να απλωθούν τα φτερά σε πιο γόνιμο έδαφος...
αλλά όπως λέει κι ο αγαπημένος σου Καβάφης, ίσως να μην υπάρχει άλλη πόλη, επειδή κουβαλάς μαζί σου και τα ερεθίσματα σου, ένα τρόπο σκέψης.
Οπότε λέω κι εγώ να πετάξω πρώτα την γκρινιάρα από πάνω μου,τον παλιό εαυτό, να πιάσω την μελέτη, να σωθώ κι εγώ, έστω και μερικώς, μπας και καταφέρω να ανθίσω, μακριά από την δειλία. Σαν γυναίκα πια.