Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2007

Ο παρα-λογισμός μου σε ένα παγκάκι

Παρίσι, κάπου στο 1996. Ανοιξιάτικο βράδυ, κέντρο, κάπου στη βόρεια ακτή του Σηκουάνα. Παρέα εύθυμη, πέντε άτομα, επί το πλείστον βροντόλαλοι και γελαστοί. Καθίσαμε στο παγκάκι. Ένα παλιό πράσινο παγκάκι, όμορφο και καλαίσθητο. Που όπως σε όλα τα παγκάκια της περιοχής, με τέτοιο παρελθόν, όλο και κάποιος πραγματικά διάσημος για μένα, από αυτούς που με στοιχειώνουν θα είχε κάτσει... Και τι ωραία που ένοιωθα μεταξύ όλων αυτών των φαντασμάτων που με περιτριγύριζαν! Το ίδιο συναίσθημα που βίωσα στο Πάνθεον δίπλα στους τάφους των Voltaire και Rousseau, αλλά με την γλυκιά ψευδαίσθηση ότι στον έξω χώρο θα μπορούσα να τρέξω, να κρυφτώ σαν το βάρος τους μου γινότανε άξαφνα ασήκωτο. Που νά 'ξερα ο δόλιος... Ο ανάπηρος...

Και δεν ήμασταν εκεί μόνοι. Στο παγκάκι, το παγκάκι ΜΑΣ, είχαμε και συγκάτοικο. Μια γριούλα, απροσδιορίστου ηλικίας, που όπως συνήθως συμβαίνει με όλους τους απόκληρους της ζωής η τραγικότητα της μοίρας τους σμιλεύει το ίδιο τους το πρόσωπο. Το πρόσωπο, αλλά δίχως να αγγίζει τα μάτια τους. Σίγουρα τα μάτια της δύσμοιρης γριούλας θα μπορούσαν να μας διηγηθούν την αληθινή της ιστορία, χωρίς το πέπλο της δυστυχίας που την ανάγκασε να περιφέρεται άστεγη στο κέντρο της πόλης, χωρίς το πρόσωπό της. Στο κέντρο μιας πόλης γεμάτης φαντάσματα... Σαν φάντασμα και η ίδια...

Δεν έδωσα σημασία. Η χαρά μας συνεχίστηκε, άλλωστε στην πόλη αυτή αισθανόμουν ένα ξεχωριστό δεσμό με Εκείνους, του περιθωρίου, του περιθωρίου μας. Απόκληροι της ζωής μου, απόκληροι του κόσμου όλου, κι εγώ μαζί σας, απόκληρος του εαυτού μου... Και λίγο μετά, Εκείνη, σηκώθηκε απαλά, σχεδόν αέρινα, σαν να ήθελε να μην πληγώσει άλλο το παγκάκι ΤΗΣ κι απομακρύνθηκε κοιτάζοντάς μας για μια μόνο στιγμή.

Γιατί έφυγε; Τότε μόνο ένα σκέφτηκα:

“Να έφυγε γιατί ντράπηκε;
Για κείνη ή για εμάς;
Ή μήπως για λογαριασμό μας;
Ντρέπομαι με την ιδέα και μόνο...
Ή ντρέπομαι μόνο και που το σκέφτομαι;
Ντροπή μου...”

Κι είχαμε μείνει πάλι τέσσερις. Τελικά πάντα ήμασταν τέσσερις στο παγκάκι, που τώρα δεν ήταν ξαφνικά παγκάκι ΜΑΣ. Ο πέμπτος, ο λιποτάκτης, δεν ήταν ο Εαυτός αλλά ο Άλλος, που τώρα δεν βρισκόταν πια εκεί, είχε γίνει ένα με τη γριούλα, είχε προτιμήσει να φύγει μαζί της. Τη γριούλα του καθενός μας. Ήταν ο Άλλος, ο αναπάντεχα εμφανιζόμενος που αναγκάζει τον Εαυτό, συχνά συνθλίβοντάς τον, να ακολουθεί τις προσταγές του, ασθμαίνων ακόλουθος ασύλληπτων φαντασμάτων. Ο ίδιος που τρεις μήνες νωρίτερα, πάντα παράξενος, μου έβαλε στο χέρι την κάμερα προς αποτύπωση της γιαγιάς μου, για πρώτη φορά, σε μια γαλήνια ολύμπια ηρεμία. Ο ίδιος που λίγες μέρες αργότερα με είχε πάλι αναγκάσει -εκθέτοντας στη φοιτητική εστία τις φωτογραφίες μου- να βάλω ως λεζάντα στη συγκεκριμένη φωτογραφία, πάντα χωρίς να το καταλαβαίνω, τα λόγια του Καβάφη:

“...και με τον ήχον των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίησι της ζωής μας-
σα μουσική, τη νύχτα, μακρυνή, που σβήνει.”

Κι ο Άλλος από τότε ήξερε, μες τη δική του άχρονη ολύμπια ηρεμία, κρυφά από τον Εαυτό, τον Εαυτό ΜΟΥ, πως δεν έμελλε να ξαναδώ τη γιαγιά μου. Μόνο το βλέμμα της. Εκείνο το ανοιξιάτικο βράδυ, ήταν που το συνάντησα στο παγκάκι, πλάι στο ποτάμι. Κι αντίθετα με όλους, τότε ήταν που η ζωή, η δική μου ζωή, για άλλη μια φορά, δε σμίλεψε παραδόξως το πρόσωπο αλλά το βλέμμα μου, το δικό μου βλέμμα. Και τώρα, υπερδεκαετώς χρονοτριβώντας, ξανά δεν το κατανοώ γιατί αιφνίδια ο Άλλος μου το θύμισε. Ίσως γιατί τότε έκανα λάθος. Μπορεί η γριούλα, η ΚΑΘΕ δική ΜΟΥ γριούλα να είχε μείνει εκεί. Ίσως να είναι ακόμη εκεί. Στο παγκάκι του ΚΑΝΕΝΟΣ, για τον κανένα, ούτε καν για μένα, παρέα με το μόνο που τελικά φαίνεται να με βαραίνει: φαντάσματα των άλλων, φαντάσματα δικά μου, ο εαυτός μου... Κι όταν πνίγομαι, σαν θέλω να ξεφύγω από την αυτοαναρρόφηση, δεν κοιτώ ποτέ τον καθρέφτη. Το ίδιο βλέμμα, το βλέμμα μου, θα είναι τότε εκεί. Και στην αμηχανία μου, καθώς θα πεισμώνω, ως συνήθως αυτογελοιοποιούμενος, θα κλείνω τα μάτια μου...

Κι αν κατά τον O. Wilde ερωτηθώ ως γνήσια γελοίος άνθρωπος:

“Νομίζετε ότι τα πράγματα που κάνουν τους ανθρώπους να φαίνονται γελοίοι είναι λιγότερο σημαντικά από εκείνα που τους κάνουν να φαίνονται σοβαροί;”

Θα απαντήσω: “Δεν ξέρω, ποτέ δεν υπήρξα σοβαρός άνθρωπος...”

Κι επιπλέον, εις αντίλογο, θα θυμίσω τα λόγια του Σεφέρη:

“Ξέρεις, τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα σαν τα γυμνώσεις”

Ή αν απλώς τα κοιτάξεις...
Αν τους ρίξεις ένα βλέμμα...
Μέσα στη γύμνια τους...
Κι έτσι γυμνός ήρθε η ώρα να ζητήσω συγνώμη...
Αλλά δεν ξέρω πως...
Ή από ποιον...
Ίσως ξέρουν τελικά Εκείνοι...
Ή ο Άλλος...

ΣΥΓΝΩΜΗ!

Δεν υπάρχουν σχόλια: